Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΜΥΑΛΑ ΟΜΟΡΦΑ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ

Αλτσχάιμερ. Λογοτεχνικό, οσκαρικό, θεατρικό, λατρεμένο. Το λέω και γεμίζει το στόμα μου από το βαυαρικό εκτόπισμα της λέξης. Κάπου κάπου νιώθω μια μικρή, τιποτένια δόση περηφάνειας να φωλιάζει στα έγκατα της εκλογίκευσης. Κι ύστερα κλείνω τα μάτια μου και προφέρω:
«Γεροντική άνοια». «Μαλάκινση». «Ξεκούτιασμα». Τί ντεκαντάνς θέ μου. Ευτυχώς, η δική μου αστή μητέρα αξιώθηκε να πάθει το πρώτο. Ταιριάζει με τον δεσποτικό της χαρακτήρα, τα ταγεράκια τύπου Chanel, τα ασημένια μαλλιά και τις λευκές πέρλες.
Μα κι εγώ τελευταία δεν εμπιστεύομαι τη μνήμη μου. Πάω να πω κάτι και μέχρι να ανοίξω το στόμα μου έχω ξεχάσει τι ήταν αυτό. Ανοίγω το ψυγείο και για κάποια φευγαλέα λεπτά κοιτάζω σαν ζόμπι το περιεχόμενό του λες και έχω προηγούμενα με το ζαμπόν και το κατίκι δομοκού. Προσπαθώ να πω μια κουβέντα και χάνω τον ειρμό μου. Η φράση που χρησιμοποιώ πιο συχνά από όλες είναι το "τί ήθελα να πω;". Εκνευρίζομαι γιατί δεν ήμουν πάντα έτσι. Στη δεκαετία των 20 μπορούσα να καυχιέμαι για την φωτογραφική μου μνήμη. Από τη θέση του συνοδηγού στο αυτοκίνητο αποστήθιζα για πλάκα το τηλέφωνο της κάθε πινακίδας που έβλεπα μπροστά μου κι αν είχα κέφια προσέθετα όλα τα ψηφία για να βγάλω άθροισμα μέχρι να φτάσω στην επόμενη είτε να ανάψει ξανά πράσινο. Εντάξει, δεν ήμουν και ο Rain Μan, αλλά μια διαύγεια την είχα. Στην τελική στη δεκαετία των είκοσι ήμουν ακόμα μωρό. Τον τελευταίο καιρό όμως νιώθω στο σβέρκο μου την κρύα ανάσα της μητέρας μου με το βαυαρικό Αλτζχάιμερ. Όταν η ίδια σου η μητέρα δεν θυμάται Χριστό, αναμενόμενα κι ο ομφάλιος λώρος με το μεμέντο του παρελθόντος κόβεται άγαρμπα. Όσο με ξεχνάει εκείνη, τόσο την ξεχνώ κι εγώ.
Η μαμά μου όμως -εκτός από μητέρα μου- ήταν η γυναίκα κάποιου, η αδελφή τριών τρελόγριων, η κολλητή μιας κουλής και ένα πανούργο θηλυκό.  
Πάνε εδώ και δύο χρόνια από τότε που διαγνώστηκε με την νόσο των αυτοκτονικών εγκεφαλικών κυττάρων και από τότε περνάει όλα τα στάδια της νόσου φαρσί μην τυχόν και βγάλει φάουλ τον νευρολόγο και τον ψυχίατρο που μου παπαγαλίζουν ιατρικά τσιτάτα και με ταλαιπωρούν με δίμηνες συνταγές.
Στο στάδιο που βρίσκεται σήμερα λατρεύει να κοιτάζει με ύφος λοβοτομημένης γαλοπούλας το κενό, να μαδάει τις κάλτσες της, να ξηλώνει τα κουμπιά της, να κατουριέται πάνω της, να γελάει υστερικά και να βρίζει στη γλώσσα των ξωτικών τη Μήδεια, την (μεγαλο)κοπέλα από την Γεωργία που την προσέχει.
Όταν δεν είναι χαμένη στο κενό και δεν παίζει το μάτι της σαν τον τρελομάτη Μούντι, τον καθηγητή στο Χάρη Πότερ με το μάτι που έκοβε βόλτες γύρω γύρω, τότε λατρεύει να ψιθυρίζει συνομιλίες και να κάνει συζητήσεις με μυστικούς συνομιλητές. «Η τρέλα του Αλτσχάιμερ», μου είχε πει ο νευρολόγος τόσο περιχαρής, λες και του παρέδιδα αυτοπροσώπως το νόμπελ πυρηνικο-ιατρικής παπαρολογίας εν ώρα αιχμής στο ΙΚΑ.¨
«Εδώ που τα λέμε γιατρέ, πάντα η μαμά μου φαινόταν για τρελάρα, είχε κάτι νευρωσάρες να με το συμπάθειο», ήθελα να του πω, αλλά προτίμησα να τον ρωτήσω για κάτι τελευταίες έρευνες που συσχετίζουν τη νόσο με την κληρονομικότητα που ορίζεται από τη μάνα προς την κόρη. Βέβαια, αν είναι να το πάθει μία κόρη της, το πιο δίκαιο θα ήταν να το πάθει η αδελφή μου. Εξάλλου, η αδελφή μου δεν έχει πάρει τίποτα άλλο από τη μητέρα μου εκτός από μια άνιση προς εμάς προίκα με ένα διαμέρισμα φιλέτο. Άρα πιστεύω πως για λόγους δικαιοσύνης και μόνο προς εμένα και τον αδελφό μου, η μαμά θα έπρεπε να διαλέξει για διάδοχο στις κραυγές και τους ψιθύρους της εκείνη και όχι εμένα.
Έλα όμως που εγώ τα τελευταία δυο χρόνια ήμουν ο πιο κοντινός της άνθρωπος. Κρατούσα το μυαλό της ζωντανό δίνοντάς της να πάρει ψεύτικες πρωτοβουλίες. Κάθε φορά που της ζητούσα να μου καθαρίσει τα φασολάκια γιατί δήθεν δεν προλάβαινα μετά τη δουλειά, να με βοηθήσει στα πιάτα ή να παίξει με το εγγόνι της. Όταν έμεινα άνεργη ερχόταν κάθε πρωί στο σπίτι μου και έφευγε αργά το απόγευμα. Τον τελευταίο καιρό έπρεπε να την ταϊζω, να την κάνω μπάνιο, να την καθαρίζω μετά την τουαλέτα και να ακούω αχρονολόγητες ιστορίες για αγρίους την ώρα που της έβαζα βραστά ρόλεϋ στo ήδη καμμένο κεφάλι της.
Το περίεργο είναι πως με όλα αυτά ένιωσα πιο κοντά της από ποτέ. Κι έπειτα ένιωσα και χρήσιμη γιατί για πρώτη φορά οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Αυτή τη φορά ήμουν εγώ εκείνη που της παρείχα βοήθεια και εκείνη την δεχόταν και την εκτιμούσε. Φεύγοντας κάθε απόγευμα με ευχαριστούσε και μου έδινε την ευχή της. Γιατί έκανα το αυτονόητο. Τα απλά, δεδομένα πράγματα που πρέπει να κάνουν τα παιδιά όταν οι γονείς τους δεν είναι πια σε θέση ισχύος.
Εδώ θα σας διηγηθώ ό, τι ανασύρω από τη δική μου εξασθενημένη μνήμη για αυτή τη συγκλονιστική, λογοτεχνική περσόνα της μαμάς που κάηκε από τη μια μέρα στην άλλη, όπως τα χωριά του Κιαροστάμι.
Πριν το κάνει αυτό όμως, φρόντισε πρώτα να με γεννήσει -για να παριστάνει  μια ζωή ολόκληρη μετά την ηρωίδα κάθε φορά που ξεσκόνιζε το φωτοστέφανό της, λέγοντας πως με πήραν με κουτάλες επειδή δεν έβγαινα το σκασμένο, πως πήγε να πεθάνει και πως τελικά τα καταφέραμε κι οι δύο να ζήσουμε και να επιβιώσουμε-, να με πάει αποκριάτικη βόλτα στον εθνικό κήπο -για να κρυφτεί στα ψεύτικα και να διαπιστώσει αν θα μου κόψει να πάω λέει σε έναν αστυνομικό όπως με είχε συμβουλέψει να του πω το ονοματεπώνυμό μου και να με γυρίσει σπίτι, κάτι που ως λογική έμπαζε από παντού ψυχοπάθεια αναμεμιγμένη με ισόποσες δόσεις βλακείας, καθώς α) δεν υπήρχε αστυνομικός στον εθνικό κήπο σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου και β) αν υπήρχε θα ήταν μασκαράς ή παιδεραστής-, να με πάει σχολείο και να με μορφώσει (για να με πρήζει ανελέητα με τους βαθμούς), να με αξιώσει με τους πιο απολαυστικούς καυγάδες που έχω κάνει ποτέ με άνθρωπο (για να έρχεται μετά από την εκτόνωσή τους στο δωμάτιό μου και να μου φέρνει φαγητό σε δίσκο, όπως η αιώνια νοσοκόμα - Ζιλιέτ Μπινός στον Άγγλο ασθενή), να μου χαρίσει τις πέρλες και  μία 2.55 της Σανέλ  (για να τα διεκδικεί τώρα κι αυτά η αδελφή μου) και να με δει να γίνομαι κι εγώ η ίδια μάνα (για να μου λέει πως ως κι αυτό το οφείλω σε εκείνη που μου έδωσε σωστές βάσεις για να διαλέξω αυτόν τον υπέροχο άντρα -γύρευε τώρα δηλαδή ως που μπορεί να φτάσει ο γιγαντισμός που κουβαλούσε).
Το αστείο είναι πως ακόμα και τώρα που δεν καταλαβαίνει τίποτα, της μιλάω κανονικά σαν να με ακούει. Έχω πάντα μέσα μου την ελπίδα πως κάποτε θα δαγκώσει τη γλώσσα της, ή θα χτυπήσει ένα γερό εγκεφαλικό και αυτό είτε θα την βγάλει από τη δυστυχία του να είναι πιο χαμένη από τους ναυαγούς του Lost (εχμ, κι από ότι φάνηκε από το φινάλε και από τους ίδιους τους σεναριογράφους), είτε θα την κάνει να σηκωθεί όρθια και να αρχίσει να με βρήζει μαμαδίστικα ώστε να καταλάβω πως βγήκε από τα σκοτάδια της.
Και με την ηλίθια αυτή σκέψη κατά νου την πλησίασα την περασμένη βδομάδα και την ρώτησα στο αυτί:
 «Μαμά με αγαπάς;»   
«Πώς δεν σ’ αγαπώ;», μου απάντησε με σταθερή φωνή.
Μαμά μου, μαμά μου, τι χαρά μου δίνεις δεν φαντάζεσαι, ελάτε,  φέρτε βιολιά, φέρτε κρασιά (που έλεγε κι ο Παράβας στην ταινία), η πριγκιπέσσα ξύπνησε!
Τι ήτανε να το τραβήξω κι άλλο;
«Αλήθεια, με αγαπάς»; Την ξαναρώτησα με την προσδοκία πως θα ξαναπάρω την ίδια απάντηση.
«Ναι»,  μου είπε η μαμά κοιτώντας με, με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο ανοιχτό. Για λίγο θαρρώ πως έβλεπα μπροστά μου όχι τη μαμά αλλά τον πειρατή Γάντζο.
«Σε αγαπάω, σαν παιδί μου».
Πάρτα τώρα για να μάθεις να μην τραβάς το σκοινί. Στην καλύτερη περίπτωση τα γάμησε. Στην χειρότερη, ξέρει κάτι που δεν ξέρω....