Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Επικίνδυνες σχέσεις

Η μαμά είχε πάντα γύρω της αυλή. Οι αυλικοί, είναι κουσκουσιάρικα πλασματάκια που πουλάνε εκδουλεύσεις, πληροφορίες και τη μάνα τους ακόμα, προκειμένου να έχουν την εύνοια των προσώπων στα οποία προσκολλούνται δια βίου. Από την πλευρά της η μαμά, ως γνήσια Μαρκησία ντε Μερτέιγ  η οποία ήξερε να παίζει τα παιχνίδια κυριαρχίας στα δάχτυλα, τους πρόσφερε ακούραστα τις φτερούγες της για να κουρνιάζουν ξένοιαστα εκείνοι και να νιώθει κι η ίδια ασφαλής μέσα στην πλήρη παντοδυναμία της. Μόνο που η καημένη η μαρκησία, η μαμά δηλαδή, δεν ήξερε ότι οι αυλικοί είναι στην πραγματικότητα αρρωστημένα τρολ τα οποία δηλητηριάζουν αυτόν που τους προσφέρει άσυλο, ευεργεσίες παντός τύπου και έναν ώμο να ακουμπήσουν και να βγάλουν τα γαριασμένα τους σώψυχα. Αν η μαμά δεν είχε χάσει τα λογικά της, σήμερα δεν θα γνώριζα πόσο αναπόφευκτο είναι για κάθε Μαρκησία ντε Μερτέιγ το γιουχάρισμα. Μόλις την είδανε να πλέει χαμένη και χωρίς σωσίβιο στον μαύρο ωκεανό του μυαλού, οι αυλικοί - τρολ κάνανε το αυτονόητο. Γίνανε όλοι τους πρίγκιπες Βαλμόντ και είπανε με αργή, μα σταθερή φωνή κοιτάζοντάς την με χαιρέκακο οίκτο: «Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου».
Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν ακόμα ένα κομμάτι από το σουρεαλιστικό παζλ της ζωής της μαμάς και αναπόφευκτα της δικής μου. Παρακάτω θα κατονομάσω τις πρώην κυρίες της αυλής της μαμάς–κρατώντας την ιεραρχία σπουδαιότητας- ώστε αν βρεθείτε ποτέ στο δρόμο τους να αλλάξετε όχι μόνο πεζοδρόμιο, αλλά και πλανητικό σύστημα.
Φορμόλη: Μια φονική κόμπρα με τσιγαρόβηχα
Μπροστά της ωχριούν όλες οι assassins του Ταραντίνο. Η Φορμόλη είναι μια φονική κόμπρα που αλλάζει μέγεθος και δέρμα ανάλογα με τις προθέσεις της. Γεννήθηκε με μια τσιγαρούμπα να κρέμεται στο υπεραυλακωμένο από τις ρυτίδες στόμα, μωρό τερατούργημα με τσιγαρόβηχα γερονταλικέρη. Η Φορμόλη που λέτε ήταν και παραμένει ατρόμητη. Στα 76 της χρόνια ταξιδεύει αδιάκοπα, στήνοντας εκδρομές με άλλα τρελά γριάδια. Το μοναδικό της πρόβλημα είναι πως δεν ξέρει ποτέ πού ακριβώς βρίσκεται. Όχι γιατί υποφέρει κι εκείνη από την ίδια πάθηση της αδελφής της, αλλά γιατί υποσυνείδητα γνωρίζει ότι κανείς άνθρωπος έχων σώας τας φρένας δεν θα μπει ποτέ στη διαδικασία να ψάξει και να την εντοπίσει. Με αυτή τη λογική μπορεί να βρίσκεται στην Αγία Πετρούπολη αλλά να νομίζει πως βρίσκεται στη Λάρνακα ή να ψάχνει για τυρί Σαν Μιχάλη στις παρυφές του Κιλιμάντζαρου. Η Φορμόλη ήταν το μεγαλύτερο αλάνι που έβγαλε ποτέ η κατοχική αθήνα. Ήταν σου λέει τόσο ατρόμητη που όταν είχε αγκυροβολήσει ένα αμερικανικό κρουαζιερόπλοιο στο Φάληρο λίγο μετά το τέλος της κατοχής, εκείνη, παιδάκιον ακόμα, ανέβηκε στο κατάστρωμα και έκανε βουτιές με τούμπες και κατακόρυφο ώστε οι τουρίστες να την φωτογραφίζουν και να λένε «one more please» και να της κολλάνε τα δολάρια στο μέτωπο.  Χωριό δεν έκανε με τη μάνα μου ποτέ. Στην πραγματικότητα θυμάμαι ομηρικούς καυγάδες μαζί της. Η μαμά βέβαια μέσα της την συμπονούσε και παρά το γεγονός ότι «τσιγαρού την ανέβαζε, αλητόγρια την κατέβαζε», δεν έκανε χωρίς εκείνη. Λίγο να είχε ενδιαφερθεί ο Φρόυντ για τις γυναίκες, σίγουρα θα την είχε βάλει στο στόμα του την Φορμόλη, η οποία εκτός των άλλων, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά τα οποία η μαμά μισούσε. Πρώτα από όλα, η Φορμόλη λατρεύει το τσιγάρο σε τέτοιο βαθμό που διακυβεύει πως την καλή της υγεία την οφείλει αποκλειστικά στο κάπνισμα. Στο βίντατζ διαμέρισμά της –τη διακόσμηση του οποίου θα ζήλευε το πιο καλτ τεύχος του Maison Decoration-, ακριβώς απέναντι από το Πρώτο νεκροταφείο (μπρρρρρ!) στο Μετς τα πάντα μυρίζουνε ναφθαλίνη με νικοτίνη, μία εσάνς που μπορεί να ναρκώσει ακόμα και ελέφαντα αν τύχει να περνάει απ’ έξω. Κι όταν λέμε όλα, εννοούμε από τα σεντόνια και τις κουρτίνες της μέχρι και τα κατεψυγμένα κρέατα. Πολυσυλλεκτική η ίδια, μαζεύει συστηματικά από τα sixties ως σήμερα από σουβέρ της BRITISH AIRWAYS, μέχρι και κινεζικά χάπια για την καούρα στο στομάχι. Μια σειρά από πορσελάνινα κουκλάκια από ταινίες του Ντίσνεϋ αναπαύονται δίπλα σε λικέρ που έχουν να ανοιχτούν από την εποχή που εμφανιζόταν η Πόπη Αστεριάδη στις μπουάτ –βλέπε ΤΣΙΝΤΣΑΝΟ-, πίνακες αντίκες που θα ήθελε στη συλλογή της και η δούκισσα της Πλακεντίας, αφρικανικά αγαλματίδια για βουντού, ανεμιστήρες οροφής που εκτελούν και χρέη φωτιστικών, κινέζικες πορσελάνες –του τότε-, κινέζικες φοντανιέρες –του σήμερα-, και αρκετούς δεινοσαύρους. Ανάμεσα σε αυτούς και κάτι συγκινητικό: το ταριχευμένο σκαλπ και ένα πορτρέτο φαγιούμ του υπεραγαπημένου της τετράποδου, του Λάκη. Αν αληθεύει ότι τα σκυλιά παίρνουν τους χαρακτήρες των αφεντικών τους, τότε ο μακαρίτης ο Λάκης ήταν ανοιχτό βιβλίο. Μιλάμε για το πιο μαλακισμένο σκυλί που έχεις δει ποτέ. Η Φορμόλη έλεγε ψέματα ότι ο Λακ ήταν λέει τέκελ, αλλά στην πραγματικότητα, ο σκύλος είχε τόσο σχέση με τέκελ όσο το χοτ ντογκ από την καντίνα της Μαβίλη με το σασίμι από το Νόμπου. Το αγαπημένο χόμπι του «Λακούλη», ήταν να δαγκώνει παιδάκια και να τρέμει συνεχώς. Το τρέμουλο υποχωρούσε μοναχά όταν κούρνιαζε ασφαλής μυρίζοντας τα γηρασμένα οπίσθια της Φορμόλης ή όταν έτρωγε καμιά ξανάστροφη μπάτσα από εκείνη. Η ίδια τον αποκαλούσε «ο γιος μου» αλλά δεν δίστασε ούτε στιγμή να του κάνει ευθανασία μετά τη διάγνωση της σκυλοψυχολόγου που τον κούραρε ότι ο Λακούλης υπέφερε από τον φόβο του αιδοίου και πως ο μόνος τρόπος να του περάσει είναι να του κάτσει η μανούλα του στα τέσσερα. Στα ντουλάπια της, η Φορμόλη αποθηκεύει όλη την Κίνα και τον Εύξεινο Πόντο, μαζί με ανθρώπινα οστά και αναμνηστικές φωτογραφίες και ντοκουμέντα από τότε έκανε καριέρα ως μπαλαρίνα-κατάσκοπος-στρίπερ. Δεν πιάνεται φίλη με τίποτα. Κι όσοι νόμισαν ότι πιάνεται αυτή τη στιγμή είναι στο χώμα ή στη φυλακή. 
Η Φορμόλη σε στιγμές χαλάρωσης στο Μεξικό.

Black Nitsa: Ε μουά ζε μ’απέλ μαντάμ Πελαζί.
Η Black Nitsa είναι η μεγάλη αδελφή της μαμάς και δηλωμένη φορμολική. Ζει στην Αμερική και ήταν παντρεμένη με έναν μαύρο αξιωματικό του αμερικανικού στρατού. Λέω ήταν γιατί τώρα αυτός βρίσκεται στα θυμαράκια κι εκείνη ζει τη ζωή από την αρχή. Είναι εξαιρετική κοπτοραπτού και στα νιάτα της έραψε φορέματα για μεγάλες Ελληνίδες ηθοποιούς. Με σχέδια που θα ζήλευε και ο Μπαλενσιάγκα και με μια άκρατη ροπή προς τον φουτουρισμό άρχισε να σχεδιάζει κάσκες και μίνι, να βλέπει την Οδύσσεια του Διαστήματος του Κιούμπρικ και να τρέφεται αποκλειστικά με κάψουλες. Η περιβόητη δίαιτά της -την οποία ονόμασε δίαιτα του αστροναύτη - έκανε τόση θραύση, που αποφάσισε να πουλήσει τα πνευματικά δικαιώματα στη ΝΑΣΑ, η οποία την έκανε πάμπλουτη. Από τότε ζει στο κτήμα της στο Μέριλαντ φυτεύοντας βιολογικές ντομάτες, φτιάχνοντας καλαμποκόπιτες και διοργανώνοντας σκληρά SNM ομαδικά όργια με Αμερικανούς μαύρους πεζοναύτες –το τελευταίο για να αποδώσει φόρο τιμής στο μακαρίτη τον άντρα της που ήταν κι αυτός του στρατού.
Η Μπλακ Νίτσα ήταν εκείνη που σε τρυφερή ηλικία μου έμαθε τη σημασία της σωστής ραφής στο ρούχο και των ασκήσεων Κέγκελ. Σήμερα, παρά τα 125 της χρόνια παραμένει κοκέτα και δίνει πρωταρχική αξία στο καθημερινό της μποτέ. Γι’αυτό, αν και με Πάρκινσον, κάθε πρωί που ξυπνάει τραβάει μια γραμμή με το eyeliner, η οποία είναι τεθλασμένη και πηγαίνει ζιγκ ζαγκ, όπως και τα αποτελέσματα του καρδιοτοκογράφου με τον οποίο είναι συνδεδεμένη. Όταν έμαθε τα άσχημα νέα για την αδελφή της, πήρε το πρώτο αεροπλάνο, ήρθε στο σπίτι και -χωρίς δεύτερη κουβέντα- αφού πρώτα έδωσε στη μαμά μια σφαλιάρα που της χρωστούσε από κάτι παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς ξεχασμένους στο συρτάρι, στη συνέχεια άρχισε να της βάζει όπως όπως, eyeliner και να της βάφει τα ασημένια της μαλλιά με μια Garnier Fructis Dark Brown. Έφυγε για την Αμερική κατασυγκινημένη που η μαμά δεν την έστειλε στο γεροδιάολο που την έκανε καραγκιόζη, δίνοντάς μου δυο χρυσές συμβουλές: Να φροντίζω να μην αφήνω τη μαμά στιγμή χωρίς eyeliner και να μην ξεχάσω να δώσω στο αιδοίο μου το σχήμα των αρχικών μου. Κ. Α. όπως Κόρη Ακαμάτρα.
Η χριστουγεννιάτικη κάρτα που μας έστειλε η Black Nitsa.



Ποια Ελένη; Μια μικρή, ψυχρή πράκτορας
Αν ισχύει ότι όλες οι οικογένειες έχουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό, η δική μου οικογένεια έχει την Ποια Ελένη. Ζει κι αυτή στην Αμερική και συγκεκριμένα στο Σαν Φρανσίσκο γιατί καταρχάς είναι χίπισσα και κατά δεύτερον γιατί οι δουλειές της (καλλιέργεια ινδικής κάναβης) την κρατούν εκεί.  Η Ποια Ελένη φρόντισε από τρυφερή ηλικία να γίνει η προτεζέ και προσωπικός χαφιές της μαμάς. Δηλαδή, έδινε πληροφορίες με αντάλλαγμα να μεσολαβήσει η μαμά για να μην την πουλήσει η Μπλακ Νίτσα στην Τσάινατάουν και κυρίως να μην της φορέσει κι αυτής eyeliner. Όσο η μαμά εκτελούσε χρέη Μαρκησίας ντε Μερτέιγ, η Ποια Ελένη έλεγε πως μας αγαπούσε. Στην πραγματικότητα ήταν διπλός πράκτορας και δούλευε μυστικά και για την Φορμόλη η οποία της είχε υποσχεθεί πως αν την έβρισκε κάτι κακό στα νησιά Παπούα τότε η Ποια Ελένη θα κληρονομούσε έναν ολόκληρο ανεμιστήρα – φωτιστικό οροφής της βίλας τρομάρα. Όταν η μαμά έπαθε το ευτράπελλο και μπροστά στον κίνδυνο που λέγεται Μπλακ Νίτσα η Ποια Ελένη αποκάλυψε με σαρδόνιο χαμόγελο τα σατανικά της σχέδια. Μπροστά στο τίμιο ξύλο που έπρεπε να της δώσουμε έπεσε στο πάτωμα βγάζοντας αφρούς και φωνάζοντας: «Στον κώλο σου Παππααααά».
H "Ποια Ελένη;" τον καιρό που εργαζόταν στις Μυστικές Υπηρεσίες.


Georgette Μoustakis: Μια φίλη με αρχίδια
Οι συγκυρίες έκαναν την Zορζέτ Μουστακίς και τη μαμά να γίνουν οι καλύτερες φίλες. Η Ζορζέτ είχε κάτι μουστάκια και κάτι γένια πιο μακριά κι από γιόγκι δεξιοτέχνη του σιτάρ και δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό γιατί η μητέρα της δεν την άφηνε να τα ξυρίσει. Μέχρι που η μαμά της έδωσε το Ζιλέτ του μπαμπά, το πινέλο και μια Κολινός και της είπε:"Παιδί μου, ήρθε η ώρα να κάνεις την επανάστασή σου". Αυτό ήταν. Από τότε μια φιλία κατάφερε να γεννηθεί. Η Ζορζέτ με δάκρυα στα μάτια έπλυνε τα πόδια της μαμάς και της τα σκούπισε με τις τρίχες της μακριάς γεννειάδας που είχε πέσει στο πάτωμα. Στο εξής η μαμά, θα έλεγε πως η Ζορζέτ θα ήταν κι αυτή κόρη της και η Ζορζέτ στο πρόσωπο της μαμάς θα έβλεπε μια αληθινή, άτριχη μητέρα. Μέχρι που το αλτσχάιμερ χτύπησε την πόρτα της μαμάς και τότε, πάνω στη θολούρα της, τη φώναξε «καλώς τη μουστάκω». Αυτό ήταν. Από τότε η Ζορζέτ παλινδρόμησε και έκανε όρκο να μην ξαναπιάσει Ζιλέτ στα χέρια της αν η μαμά δεν το πάρει πίσω. Θα περιμένει πολύ.
Η Ζορζέτ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο.



Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Οι λέξεις


Η μαμά δεν ήταν μορφωμένη. Ως παιδί της κατοχής κατάφερε να πάρει μόνο τα απαραίτητα από το σχολείο. Παρόλα αυτά ήταν το πιο κοφτερό μαθηματικό μυαλό που έχω συναντήσε ποτέ. Μάλιστα έλεγε με περηφάνεια πως στο δημοτικό είχε κερδίσει τον διαγωνισμό μαθηματικών και πως το έπαθλο ήταν μια κούτα με μπισκότα Παπαδοπούλου. Κι ακόμα, πως όταν τελείωσε το δημοτικό και δεν συνέχισε για το γυμνάσιο, η δασκάλα της τα έψαλε στους γονείς της που στέρησαν από την ανθρωπότητα τον κλώνο του Τζον Νας.
Το περίεργο είναι πάντως ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσε, όχι μόνο έβριθε από λεκτικούς μακαρονισμούς, αλλά πως οι λέξεις αποκτούσαν στα χέρια και το στόμα της εντελώς διαφορετική έννοια.  Και  είναι αξιοσημείωτο το πόσο διαφορετική ήταν η ακουστική των λέξεων αυτών, όταν τις χρησιμοποιούσε εκείνη. Με μοναδικό της εφόδιο το ταπεραμέντο της και την πεποίθηση ότι όποιος ξέρει να μιλάει οφείλει να επιστρατεύει ένα σωρό λεκτικές φανφάρες προκειμένου να πείσει τον συνομιλητή του ότι ξέρει τι λέει, μου τις αράδιαζε συνεχώς. Κι ενώ τότε την ειρωνευόμουν κατάφατσα, σήμερα και τί δεν θα έδινα προκειμένου να τις ακούσω ξανά. Πιάνω τον εαυτό μου κάποιες φορές να τις λέω δήθεν για πλάκα, όμως στην πραγματικότητα το κάνω μόνο για να τις ακούσω κι η ίδια ξανά, να καταγράψω μέσα μου λίγη από την ακατέργαστη, αισθαντική ημιμάθειά της και να την ξαναπιάσω στο στόμα μου.
Καταγράφω όσες θυμάμαι σημειώνοντας ταυτόχρονα την εννοιολογική και σημειολογική τους υπόσταση (αν υπάρχει δηλαδή κάτι τέτοιο).
Αλήτω: Μαμαδίστικη σλανγκ για το αλήτισσα.
-«Ούτω να την δω στα μάτια μου ξανά την παλιοαλήτω».
Βασσάρα/Ελενάρα: Γειτόνισσες και οι δύο, αγαπημένες της μαμάς. Η κατάληξη «άρα» προσδίδει εκτόπισμα στα ούτως ή άλλως πληθωρικά κυβικά τους.
-«Πετάχτηκα από τη Βασσάρα χθες να την παρηγορήσω για τον ξαφνικό χαμό του 4ου άντρα της».
Γκιόσσα: Κατσικομούρα, αντιπαθέστατη γυναίκα.
-«Μα να μου μιλήσει με τέτοιο στόμφο η παλιογκιόσσα;».
Γύναιο: Κατώτατος γυναικείος χαρακτηρισμός, υποδεικνύει το ήθος και την χαμέρπεια. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον με το πρόθεμα «παλιό».
«Δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο το παλιογύναιο».
Διάτανε: Ο σαματατζής, ο άτακτος που την ενοχλεί ενώ προσπαθεί να κάνει κάτι.
«Σταμάτα λίγο ρε διάτανε να ακούσω τί μου λένε στο τηλέφωνο».
Δραγουμάνος: Αυτός που πετάγεται συνεχώς και δεν την αφήνει να μιλήσει ασκώντας της κάποιο είδος καταπίεσης.
-«Τώρα εσύ, τι παριστάνεις, τον Δραγουμάνο που θα σε φοβηθώ;»
Εντάξει και παραεντάξει: Υπέρ του δέοντος εντάξει.
-«Μην ανησυχείς για μένα, εγώ είμαι εντάξει και παραεντάξει».
Θα σου φάω το κρέας: Θα με κάνεις κανίβαλλο. Έκφραση έντονης ζοχάδας η οποία συνοδευόταν πάντα με μια σφικτή γρονθιά την οποία δάγκωνε μέσα στο στόμα της στην προσπάθειά της να πνίξει την παρόρμησή της για να δαγκώσει κάποιον, συχνά η έκφραση συνοδευότανε και με την κατάληξη «ιιιιιιχ».
-«Φύγε από μπροστά μου μη σε βλέπω, θα σου φάω το κρέας, ιιιιιχ»!
Θεωρητικιά: Γυναίκα με αδιαπραγμάτευτη ομορφιά.
-«Αυτή η γυναίκα μου αρέσει, είναι θεωρητικιά».
Κατσομάρω: Η αχτένιστη και απεριποίητη. Η περιβόητη Κατσομάρω ήταν ένα κοριτσάκι μια πόρτα παραδίπλα στην αυλή που ζούσε η μαμά παιδάκι στην κατοχική Αθήνα του ‘40. Ήταν συνέχεια απεριποίητο και αχτένιστο γι’ αυτό τα υπόλοιπα παιδιά μαζεύονταν γύρω του φωνάζοντας και γελώντας δυνατά «Κα-τσο-μά-ρω Κά-τσο-μά-ρω»! Κάθε φορά που με έβλεπε αχτένιστη μου έλεγε:
-«Πώς είσαι έτσι, Κατσομάρω, πήγαινε βάλε καμιά χτένα στο κεφάλι σου».
Κατσούλικο/κατσουλάκι: Μικρό σε μέγεθος.
-«Μωρέ τι κατσούλικο κομμάτι είναι αυτό που έκοψες;»
Κουρελαρία: Παντελόνι τζιν συνήθως ξεβαμμένο, σκισμένο, αγαπημένο εφηβικό φετίχ που είθισται να βγαίνει από το σώμα μοναχά με χειρουργική επέμβαση.
-«Τι κουρελαρία είναι αυτή που φοράς καλέ; Φόρεσε μια φουστίτσα να φαίνεσαι κοριτσάκι».
Κούρσα: Αυτοκίνητο μεγάλου κυβισμού.
-«Ήρθε ένας και την πήρε με μια μπλε κούρσα».
Κουρσάκι: Αυτοκίνητο μικρού κυβισμού, Σμαρτ, ή Ζάσταβα.
-«Ήρθε ένας και την πήρε με ένα μπλε κουρσάκι».
Κωλιά: Τα γυναικεία οπίσθια.
-«Με αυτό το μαγιό φαίνονται τα κωλιά σου».
Λαδίκλα: Λεκές λαδιού πάνω σε μπλούζα, τον οποίο από ηθική υποχρέωση καλούταν να τον τρίβει στο χέρι με τις ώρες. Της την έδινε στα νεύρα μόνο που το σκεφτόταν.
-«Πήγαινε βάλε κάτι πρόχειρο για να μην πέσει πάνω σου καμία λαδίκλα».
Λίγδης: Πέρα από κάθε λογική πρόβλεψη, ο λίγδης στο προσωπικό λεξικό της μαμάς δεν έφερε την έννοια του φτωχού, αλλά του τσιγγούνη.
«Μα να μην κρατάει στα χέρια του ούτε μια παστούλα ο λίγδης».
Λιγδού: Η έχουσα λαδίκλα πάνω στα ρούχα της.
Παλιολιγδού δεν βλέπεις ότι έχεις γεμίσει τα ρούχα σου με λίγδες; Ποιος θα σου τις τρίψει αυτές»;
Μπριόζα: Γυναίκα με μπρίο.
Η Βουγιουκλάκη δεν ήταν ποτέ πολύ όμορφη, αλλά είχε μπρίο».
Μπρος: Κάθε φορά που για κάποιο λόγο έπρεπε να τσιτάρουμε όλοι, φώναζε δυνατά «μπρος, μπρος», εις διπλούν. Για παράδειγμα όταν με έκανε μπάνιο μικρή και με έτριβε δυνατά με το πεσκιρόπανο ή μετά όταν μου έβαζε καθαρό οινόπνευμα με το σκεπτικό ότι έτσι θα είμαι το πιο καθαρό  παιδάκι.
-(Τρίβοντάς μου με δύναμη το σκαλπ): «Μπροοοοος, μπροοοοος»...
Ξινίθρα: Το φαγητό μέσα στο οποίο έχει πέσει πολύ λεμόνι ή ξίδι.
«Απαπαπα, ξεχάστηκα φαίνεται καθώς έριχνα λεμόνι και η σούπα μου βγήκε σωστή ξινίθρα».
Όρνιο: Ντιπ για ντιπ βλάκας.
«Μα δεν σου έκοψε να τον ρωτήσεις πότε θα έρθει, βρε όρνιο»;
Πάπαρος:Ο εύσωμος ή χοντρός παπάς. Πέρα από τα υπόλοιπα, η μαμά αντιμετώπιζε σοβαρά θέματα αισθητικής κάθε φορά που έβλεπε μπροστά της παπά.
«Τον βλέπω τον πάπαρο να περνάει στολισμένο σαν λατέρνα και μου γυρίζουν τα συκώτια».
Πατσαβουρόγρια: Χαρακτηρισμός που δεν κολακεύει καθόλου, ιδιαίτερα όταν τον απήυθυνε σε άντρες, σελέμπριτις, πρώην ζεν πρεμιέ που κακογεράσανε.
«Α παπαπαπα, πως κατάντησε έτσι ο Π….., σωστή πατσαβουρόγρια».
Πουρού/δες: Γυναίκα καπνίστρια που τη βλέπει να ρουφάει τον καπνό απολαμβάνοντας την αποτρόπαια πράξη.
«Δεν μπορώ να την βλέπω να καπνίζει μέσα στο σπίτι, την πουρού».
Πρεζού/δες: Αυτή που καπνίζει σαν τσιμινιέρα.
«Η αδελφή σου έχει καταντήσει σωστή πρεζού από το πολύ τσιγάρο».
Πεσκιρόπανο: Μικρό τετράγωνο πετσετάκι με το οποίο κάνεις μπάνιο, ιδανικό για απαλή απολέπιση του σώματος.
-«Πήγαινε στην ντουλάπα που έχω τα πεσκιρόπανα και φέρε ένα».
Πουλαρίτσα (μου): Τρυφερή έκφραση υπέρτατης αγάπης, απευθυνόμενη σε εγγόνια.
«Πάρε πουλαρίτσα μου λίγο παγωτάκι και να πεις στη μάνα σου την τρελάρα ότι η γιαγιάκα στο επέτρεψε».
Σκατολοϊδια: Τα άνευ ουσίας, συνήθως υπερτιμημένα πράγματα.
«Το μαγαζί αυτό δεν είχε τίποτα της προκοπής, μόνο σκατολοϊδια που σου γεμίζουν την ντουλάπα».  
Τζάνταλα, μάντζαλα: Η περιττή σαβούρα που γεμίζει τα συρτάρια.
«Βοηθήστε με να μαζέψω τα τζάντζαλα  μάντζαλα που έχει το τραπέζι για να φάμε καμιά φορά».
Τουφομαλούθρα: Η τούφα που πέφτει στο μέτωπο και κρύβει τα μάτια.
-«Βγάλε την τουφομαλούθρα από το μάτι σου μην σωριαστείς και πέσεις».
Τσουλού/δες: Το πουτανάκι
«Δεν θέλω να ανοίγω την τηλεόραση, όλο τσουλούδες έχει».
Υπαρξίστρια: Αυτή που γεμίζει με σκουλαρίκια το αυτί και το σώμα της. Η λέξη έχει και άλλες εφαρμογές, κυρίως στο εμπνευσμένο, γκόθικ μακιγιάζ.
-«Πήγαινε σκούπισε λίγο το κραγιόν σου, σαν υπαρξίστρια είσαι».
Χαζομαρία/ες: Ανοησία, βλακεία, κουταμάρα.
«Τώρα υποτίθεται ότι αυτό είναι έργο τέχνης; Αυτό καλέ είναι σωστή χαζομαρία»!
Ψοφίκλω: Το πολύ κρύο, υπερθετικός του ψόφος.
«Μπρρρρ, άναψε γρήγορα το καλοριφέρ να ζεσταθούμε γιατί κάνει ψοφίκλω».
Ψωμούκλα: Ψωμί βουτηγμένο σε λάδι, υπέρτατα δαιμονοποιημένο λόγω περιττών θερμίδων.
«Αν θες να αδυνατίσεις να τρως από όλα κι από λίγο και κυρίως να κόψεις τις ψωμούκλες».

Προφανώς με τον καιρό θα μου έρχονται κι άλλες λέξεις ή εκφράσεις από το ιδιαίτερο λεξικό της μαμάς, οπότε σταδιακά θα τις συμπληρώνω στο αλφαβητάρι. Από αυτό μπορείτε να πάρετε μ ια μικρή γεύση για την πολυσύνθετη αυτή, σουρεάλ περσόνα ή ακόμα και να βρείτε κοινά σημεία οπτικοποιώντας στις εκφράσεις αυτές και τη δική σας μητέρα. Σε κάθε περίπτωση μην σταματάτε να ειρωνεύεστε και να διακωμωδείτε τη μαμά σας, σαν παιδί που διανύει παρατεταμένη εφηβεία. Έτσι, σας διαβεβαιώ, οι λέξεις αποκτούν όλη τους την σημασιολογία, ταξιδεύουν κι αφήνουν τα αισθητικά αποτυπώματα του ανθρώπου που τις πρόφερε κάποτε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του μυαλού και της μνήμης και κυρίως, έχουν περισσότερο πλάκα.